Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεπτός
λεπτοσύνη
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτύνω
λεπύριον
λεπυριώδης
λέπυρον
λέπω
Λέρνα
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λεσχηνεία
λεσχηνεύω
λέσχη
View word page
λέπω
λέπω to strip off the rind or husks, to peel, bark, περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν Il. metaph. in Com. poets, to hide, i. e. thrash.
ShortDef
to strip off the rind
Debugging
Headword:
λέπω
Headword (normalized):
λέπω
Headword (normalized/stripped):
λεπω
IDX:
19467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19487
Key:
le/pw
Data
{'content': 'λέπω\n to strip off the rind or husks, to peel, bark, περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν Il.\n metaph. in Com. poets, to hide, i. e. thrash.', 'key': 'le/pw'}