Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτός
λεπτοσύνη
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτύνω
λεπύριον
λεπυριώδης
λέπυρον
λέπω
Λέρνα
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λεσχηνεία
View word page
λεπυριώδης
λεπυριώδης λεπῡρι-ώδης, ες εἶδος consisting of coats or layers, like the onion, Arist.

ShortDef

consisting of coats

Debugging

Headword:
λεπυριώδης
Headword (normalized):
λεπυριώδης
Headword (normalized/stripped):
λεπυριωδης
IDX:
19465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19485
Key:
lepuriw/dhs

Data

{'content': 'λεπυριώδης\n λεπῡρι-ώδης, ες\n εἶδος\n consisting of coats or layers, like the onion, Arist.', 'key': 'lepuriw/dhs'}