Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτός
λεπτοσύνη
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτύνω
λεπύριον
λεπυριώδης
λέπυρον
λέπω
Λέρνα
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
View word page
λεπύριον
λεπύριον λεπύ_ριον, ου, τό, Dim. of λέπυρον, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεπύριον
Headword (normalized):
λεπύριον
Headword (normalized/stripped):
λεπυριον
IDX:
19464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19484
Key:
lepu/rion

Data

{'content': 'λεπύριον\n λεπύ_ριον, ου, τό,\n Dim. of λέπυρον, Theocr.', 'key': 'lepu/rion'}