Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτός
λεπτοσύνη
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτύνω
λεπύριον
λεπυριώδης
λέπυρον
λέπω
Λέρνα
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
View word page
λεπτύνω
λεπτύνω λεπτός to make small or fine: to thresh out, winnow, Anth.:—Pass. to be reduced, grow lean, Arist.; τοὺς ὤμους λεπτύνεσθαι Xen.
ShortDef
to make small
Debugging
Headword:
λεπτύνω
Headword (normalized):
λεπτύνω
Headword (normalized/stripped):
λεπτυνω
IDX:
19463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19483
Key:
leptu/nw
Data
{'content': 'λεπτύνω\n λεπτός\n to make small or fine: to thresh out, winnow, Anth.:—Pass. to be reduced, grow lean, Arist.; τοὺς ὤμους λεπτύνεσθαι Xen.', 'key': 'leptu/nw'}