Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεπτόδομος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτός
λεπτοσύνη
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτύνω
λεπύριον
λεπυριώδης
λέπυρον
λέπω
Λέρνα
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
View word page
λεπτουργής
λεπτουργής λεπτ-ουργής, ές *ἔργω finely worked, Hhymn.
ShortDef
finely worked
Debugging
Headword:
λεπτουργής
Headword (normalized):
λεπτουργής
Headword (normalized/stripped):
λεπτουργης
IDX:
19462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19482
Key:
leptourgh/s
Data
{'content': 'λεπτουργής\n λεπτ-ουργής, ές\n *ἔργω\n finely worked, Hhymn.', 'key': 'leptourgh/s'}