Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λεπτόγραφος
λεπτόδομος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτός
λεπτοσύνη
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτύνω
λεπύριον
λεπυριώδης
λέπυρον
λέπω
Λέρνα
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
View word page
λεπτουργέω
λεπτουργέω λεπτουργέω, to do fine work, of joiners and turners, Plut. metaph. = λεπτολογέω, Eur.

ShortDef

to do fine work

Debugging

Headword:
λεπτουργέω
Headword (normalized):
λεπτουργέω
Headword (normalized/stripped):
λεπτουργεω
IDX:
19461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19481
Key:
leptourge/w

Data

{'content': 'λεπτουργέω\n λεπτουργέω,\n to do fine work, of joiners and turners, Plut.\n metaph. = λεπτολογέω, Eur.', 'key': 'leptourge/w'}