Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεπτόγειος
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτόδομος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτός
λεπτοσύνη
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτύνω
λεπύριον
λεπυριώδης
λέπυρον
λέπω
Λέρνα
Λεσβιάζω
View word page
λεπτότης
λεπτότης λεπτότης, ητος, λεπτός thinness: fineness, delicacy, leanness, Plat. metaph. subtlety, Ar.
ShortDef
thinness: fineness, delicacy, leanness
Debugging
Headword:
λεπτότης
Headword (normalized):
λεπτότης
Headword (normalized/stripped):
λεπτοτης
IDX:
19459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19479
Key:
lepto/ths
Data
{'content': 'λεπτότης\n λεπτότης, ητος,\n λεπτός\n thinness: fineness, delicacy, leanness, Plat.\n metaph. subtlety, Ar.', 'key': 'lepto/ths'}