Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτόγειος
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτόδομος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτός
λεπτοσύνη
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτύνω
λεπύριον
λεπυριώδης
λέπυρον
View word page
λεπτόν
λεπτόν sc. νόμισμα a very small coin, a mite, NTest.
ShortDef
a very small coin, a mite; small intestine; a jar (LSJ λεπτός)
Debugging
Headword:
λεπτόν
Headword (normalized):
λεπτόν
Headword (normalized/stripped):
λεπτον
IDX:
19456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19476
Key:
lepto/n
Data
{'content': 'λεπτόν\n sc. νόμισμα a very small coin, a mite, NTest.', 'key': 'lepto/n'}