Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεπρός
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτόγειος
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτόδομος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτός
λεπτοσύνη
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτύνω
λεπύριον
λεπυριώδης
View word page
λεπτόμιτος
λεπτόμιτος λεπτό-μῐτος, ον of fine threads, Eur., Anth.
ShortDef
of fine threads
Debugging
Headword:
λεπτόμιτος
Headword (normalized):
λεπτόμιτος
Headword (normalized/stripped):
λεπτομιτος
IDX:
19455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19475
Key:
lepto/mitos
Data
{'content': 'λεπτόμιτος\n λεπτό-μῐτος, ον\n of fine threads, Eur., Anth.', 'key': 'lepto/mitos'}