Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεπράς
λεπρός
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτόγειος
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτόδομος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτός
λεπτοσύνη
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτύνω
λεπύριον
View word page
λεπτολόγος
λεπτολόγος λεπτο-λόγος, ον λέγω speaking subtly, subtle, quibbling, Ar.
ShortDef
speaking subtly, subtle, quibbling
Debugging
Headword:
λεπτολόγος
Headword (normalized):
λεπτολόγος
Headword (normalized/stripped):
λεπτολογος
IDX:
19454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19474
Key:
leptolo/gos
Data
{'content': 'λεπτολόγος\n λεπτο-λόγος, ον\n λέγω\n speaking subtly, subtle, quibbling, Ar.', 'key': 'leptolo/gos'}