Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λέπρα
λεπράς
λεπρός
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτόγειος
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτόδομος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτός
λεπτοσύνη
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτύνω
View word page
λεπτολογέω
λεπτολογέω λεπτολογέω, fut. -ήσω to talk subtly, to chop logic, quibble, Ar.; λ. τι to discuss in quibbling fashion, Luc.:—so as Dep. λεπτολογέομαι, Luc. from λεπτολόγος

ShortDef

to talk subtly, to chop logic, quibble

Debugging

Headword:
λεπτολογέω
Headword (normalized):
λεπτολογέω
Headword (normalized/stripped):
λεπτολογεω
IDX:
19453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19473
Key:
leptologe/w

Data

{'content': 'λεπτολογέω\n λεπτολογέω,\n fut. -ήσω\n to talk subtly, to chop logic, quibble, Ar.; λ. τι to discuss in quibbling fashion, Luc.:—so as Dep. λεπτολογέομαι, Luc.\n from λεπτολόγος', 'key': 'leptologe/w'}