Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεπίς
λέπρα
λεπράς
λεπρός
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτόγειος
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτόδομος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτός
λεπτοσύνη
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
View word page
λεπτόδομος
λεπτόδομος λεπτό-δομος, ον δέμω slightly framed, slight, Aesch.
ShortDef
slightly framed, slight
Debugging
Headword:
λεπτόδομος
Headword (normalized):
λεπτόδομος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοδομος
IDX:
19452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19472
Key:
lepto/domos
Data
{'content': 'λεπτόδομος\n λεπτό-δομος, ον\n δέμω\n slightly framed, slight, Aesch.', 'key': 'lepto/domos'}