Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λεπαστή
λεπιδόομαι
λεπιδωτός
λεπίς
λέπρα
λεπράς
λεπρός
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτόγειος
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτόδομος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτός
λεπτοσύνη
λεπτότης
View word page
λεπτόγειος
λεπτόγειος λεπτό-γειος, ον γαῖα, γῆ of thin, poor soil, Thuc.

ShortDef

of thin, poor soil

Debugging

Headword:
λεπτόγειος
Headword (normalized):
λεπτόγειος
Headword (normalized/stripped):
λεπτογειος
IDX:
19449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19469
Key:
lepto/geios

Data

{'content': 'λεπτόγειος\n λεπτό-γειος, ον\n γαῖα, γῆ\n of thin, poor soil, Thuc.', 'key': 'lepto/geios'}