Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεπάς
λέπας
λεπαστή
λεπιδόομαι
λεπιδωτός
λεπίς
λέπρα
λεπράς
λεπρός
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτόγειος
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτόδομος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτός
View word page
λεπταλέος
λεπταλέος λεπτᾰλέος, α, ον λεπτός fine, delicate, Il., Anth.
ShortDef
fine, delicate
Debugging
Headword:
λεπταλέος
Headword (normalized):
λεπταλέος
Headword (normalized/stripped):
λεπταλεος
IDX:
19447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19467
Key:
leptale/os
Data
{'content': 'λεπταλέος\n λεπτᾰλέος, α, ον\n λεπτός\n fine, delicate, Il., Anth.', 'key': 'leptale/os'}