Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λέπαργος
λεπάς
λέπας
λεπαστή
λεπιδόομαι
λεπιδωτός
λεπίς
λέπρα
λεπράς
λεπρός
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτόγειος
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτόδομος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόν
View word page
λεπτακινός
λεπτακινός λεπτᾰκῐνός, ή, όν poetic for λεπταλέος, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεπτακινός
Headword (normalized):
λεπτακινός
Headword (normalized/stripped):
λεπτακινος
IDX:
19446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19466
Key:
leptakino/s

Data

{'content': 'λεπτακινός\n λεπτᾰκῐνός, ή, όν\n poetic for λεπταλέος, Anth.', 'key': 'leptakino/s'}