Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λεπαῖος
λέπαργος
λεπάς
λέπας
λεπαστή
λεπιδόομαι
λεπιδωτός
λεπίς
λέπρα
λεπράς
λεπρός
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτόγειος
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτόδομος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
View word page
λεπρός
λεπρός λεπρός, ά, όν λέπω scaly, scabby, rough, leprous, Ar.

ShortDef

scaly, scabby, rough, leprous

Debugging

Headword:
λεπρός
Headword (normalized):
λεπρός
Headword (normalized/stripped):
λεπρος
IDX:
19445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19465
Key:
lepro/s

Data

{'content': 'λεπρός\n λεπρός, ά, όν\n λέπω\n scaly, scabby, rough, leprous, Ar.', 'key': 'lepro/s'}