Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λεπάς
λέπας
λεπαστή
λεπιδόομαι
λεπιδωτός
λεπίς
λέπρα
λεπράς
λεπρός
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτόγειος
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτόδομος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
View word page
λεπράς
λεπράς λεπράς, άδος, poet. fem. of λεπρός, Theocr.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λεπράς
Headword (normalized):
λεπράς
Headword (normalized/stripped):
λεπρας
IDX:
19444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19464
Key:
lepra/s
Data
{'content': 'λεπράς\n λεπράς, άδος,\n poet. fem. of λεπρός, Theocr.', 'key': 'lepra/s'}