Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντώδης
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λεπάς
λέπας
λεπαστή
λεπιδόομαι
λεπιδωτός
λεπίς
λέπρα
λεπράς
λεπρός
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτόγειος
λεπτόγραμμος
View word page
λεπιδόομαι
λεπιδόομαι λεπῐδόομαι, λεπίς Pass. to be covered with scales.
ShortDef
to be covered with scales
Debugging
Headword:
λεπιδόομαι
Headword (normalized):
λεπιδόομαι
Headword (normalized/stripped):
λεπιδοομαι
IDX:
19440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19460
Key:
lepido/omai
Data
{'content': 'λεπιδόομαι\n λεπῐδόομαι,\n λεπίς\n Pass. to be covered with scales.', 'key': 'lepido/omai'}