Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεοντοκέφαλος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντώδης
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λεπάς
λέπας
λεπαστή
λεπιδόομαι
λεπιδωτός
λεπίς
λέπρα
λεπράς
λεπρός
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
View word page
λέπας
λέπας only in nom. and acc. λέπω a bare rock, scaur, crag, Aesch., Eur., etc.
ShortDef
a bare rock, scaur, crag
Debugging
Headword:
λέπας
Headword (normalized):
λέπας
Headword (normalized/stripped):
λεπας
IDX:
19438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19458
Key:
le/pas
Data
{'content': 'λέπας\n only in nom. and acc.\n λέπω\n a bare rock, scaur, crag, Aesch., Eur., etc.', 'key': 'le/pas'}