Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λεοντόδιφρος
λεοντοκέφαλος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντώδης
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λεπάς
λέπας
λεπαστή
λεπιδόομαι
λεπιδωτός
λεπίς
λέπρα
λεπράς
λεπρός
λεπτακινός
λεπταλέος
View word page
λεπάς
λεπάς λεπάς, άδος, a limpet, from its clinging to the rock (λέπας) , Ar.

ShortDef

a limpet

Debugging

Headword:
λεπάς
Headword (normalized):
λεπάς
Headword (normalized/stripped):
λεπας
IDX:
19437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19457
Key:
lepa/s

Data

{'content': 'λεπάς\n λεπάς, άδος,\n a limpet, from its clinging to the rock (λέπας) , Ar.', 'key': 'lepa/s'}