Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λεόντεος
λεοντόβοτος
λεοντόδιφρος
λεοντοκέφαλος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντώδης
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λεπάς
λέπας
λεπαστή
λεπιδόομαι
λεπιδωτός
λεπίς
λέπρα
λεπράς
λεπρός
View word page
λεπαῖος
λεπαῖος λεπαῖος, α, ον λέπας rocky, rugged, Eur.

ShortDef

rocky, rugged

Debugging

Headword:
λεπαῖος
Headword (normalized):
λεπαῖος
Headword (normalized/stripped):
λεπαιος
IDX:
19435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19455
Key:
lepai=os

Data

{'content': 'λεπαῖος\n λεπαῖος, α, ον\n λέπας\n rocky, rugged, Eur.', 'key': 'lepai=os'}