Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λέντιον
λέξις
λεοντέη
λεόντεος
λεοντόβοτος
λεοντόδιφρος
λεοντοκέφαλος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντώδης
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λεπάς
λέπας
λεπαστή
λεπιδόομαι
λεπιδωτός
λεπίς
View word page
λεοντόχλαινος
λεοντόχλαινος λεοντό-χλαινος, ον χλαῖνα clad in a lionʼs skin, Anth.
ShortDef
clad in a lion's skin
Debugging
Headword:
λεοντόχλαινος
Headword (normalized):
λεοντόχλαινος
Headword (normalized/stripped):
λεοντοχλαινος
IDX:
19432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19452
Key:
leonto/xlainos
Data
{'content': 'λεοντόχλαινος\n λεοντό-χλαινος, ον\n χλαῖνα\n clad in a lionʼs skin, Anth.', 'key': 'leonto/xlainos'}