Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λέμμα
λέντιον
λέξις
λεοντέη
λεόντεος
λεοντόβοτος
λεοντόδιφρος
λεοντοκέφαλος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντώδης
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λεπάς
λέπας
λεπαστή
λεπιδόομαι
λεπιδωτός
View word page
λεοντοφυής
λεοντοφυής λεοντο-φυής, ές φυή of lion nature, Eur.
ShortDef
of lion nature
Debugging
Headword:
λεοντοφυής
Headword (normalized):
λεοντοφυής
Headword (normalized/stripped):
λεοντοφυης
IDX:
19431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19451
Key:
leontofuh/s
Data
{'content': 'λεοντοφυής\n λεοντο-φυής, ές\n φυή\n of lion nature, Eur.', 'key': 'leontofuh/s'}