Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λελογισμένως
λέμβος
λέμμα
λέντιον
λέξις
λεοντέη
λεόντεος
λεοντόβοτος
λεοντόδιφρος
λεοντοκέφαλος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντώδης
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λεπάς
λέπας
λεπαστή
View word page
λεοντοφόνος
λεοντοφόνος λεοντο-φόνος, ον *φένω lion-killing, Anth.

ShortDef

lion-killing

Debugging

Headword:
λεοντοφόνος
Headword (normalized):
λεοντοφόνος
Headword (normalized/stripped):
λεοντοφονος
IDX:
19429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19449
Key:
leontofo/nos

Data

{'content': 'λεοντοφόνος\n λεοντο-φόνος, ον\n *φένω\n lion-killing, Anth.', 'key': 'leontofo/nos'}