Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λελίημαι
λελογισμένως
λέμβος
λέμμα
λέντιον
λέξις
λεοντέη
λεόντεος
λεοντόβοτος
λεοντόδιφρος
λεοντοκέφαλος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντώδης
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λεπάς
λέπας
View word page
λεοντοκέφαλος
λεοντοκέφαλος λεοντο-κέφᾰλος, ον κεφαλή lion-headed, Luc.
ShortDef
lion-headed
Debugging
Headword:
λεοντοκέφαλος
Headword (normalized):
λεοντοκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
λεοντοκεφαλος
IDX:
19428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19448
Key:
leontoke/falos
Data
{'content': 'λεοντοκέφαλος\n λεοντο-κέφᾰλος, ον\n κεφαλή\n lion-headed, Luc.', 'key': 'leontoke/falos'}