Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεληθότως
λελίημαι
λελογισμένως
λέμβος
λέμμα
λέντιον
λέξις
λεοντέη
λεόντεος
λεοντόβοτος
λεοντόδιφρος
λεοντοκέφαλος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντώδης
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λεπάς
View word page
λεοντόδιφρος
λεοντόδιφρος λεοντό-διφρος, ον in chariot drawn by lions, Anth.
ShortDef
in chariot drawn by lions
Debugging
Headword:
λεοντόδιφρος
Headword (normalized):
λεοντόδιφρος
Headword (normalized/stripped):
λεοντοδιφρος
IDX:
19427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19447
Key:
leonto/difros
Data
{'content': 'λεοντόδιφρος\n λεοντό-διφρος, ον\n in chariot drawn by lions, Anth.', 'key': 'leonto/difros'}