Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λέκτρον
λεληθότως
λελίημαι
λελογισμένως
λέμβος
λέμμα
λέντιον
λέξις
λεοντέη
λεόντεος
λεοντόβοτος
λεοντόδιφρος
λεοντοκέφαλος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντώδης
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
View word page
λεοντόβοτος
λεοντόβοτος λεοντό-βοτος, ον βόσκω fed on by lions, Strab.

ShortDef

fed on by lions

Debugging

Headword:
λεοντόβοτος
Headword (normalized):
λεοντόβοτος
Headword (normalized/stripped):
λεοντοβοτος
IDX:
19426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19446
Key:
leonto/botos

Data

{'content': 'λεοντόβοτος\n λεοντό-βοτος, ον\n βόσκω\n fed on by lions, Strab.', 'key': 'leonto/botos'}