Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεκτός
λέκτρον
λεληθότως
λελίημαι
λελογισμένως
λέμβος
λέμμα
λέντιον
λέξις
λεοντέη
λεόντεος
λεοντόβοτος
λεοντόδιφρος
λεοντοκέφαλος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντώδης
λέπαδνον
λεπαῖος
View word page
λεόντεος
λεόντεος λεόντεος, poet. λεόντειος, η, ον of a lion, Theocr.
ShortDef
of a lion
Debugging
Headword:
λεόντεος
Headword (normalized):
λεόντεος
Headword (normalized/stripped):
λεοντεος
IDX:
19425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19445
Key:
leo/nteos
Data
{'content': 'λεόντεος\n λεόντεος, poet. λεόντειος, η, ον\n of a lion, Theocr.', 'key': 'leo/nteos'}