Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεκτικός
λεκτός
λέκτρον
λεληθότως
λελίημαι
λελογισμένως
λέμβος
λέμμα
λέντιον
λέξις
λεοντέη
λεόντεος
λεοντόβοτος
λεοντόδιφρος
λεοντοκέφαλος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντώδης
λέπαδνον
View word page
λεοντέη
λεοντέη poet. λειοντῆ (sub. δορά ) a lionʼs skin, Hdt., Ar. from λεόντεος
ShortDef
a lion's skin
Debugging
Headword:
λεοντέη
Headword (normalized):
λεοντέη
Headword (normalized/stripped):
λεοντεη
IDX:
19424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19444
Key:
leonte/h
Data
{'content': 'λεοντέη\n poet. λειοντῆ\n (sub. δορά ) a lionʼs skin, Hdt., Ar.\n from λεόντεος', 'key': 'leonte/h'}