Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκος
λεκτέος
λεκτικός
λεκτός
λέκτρον
λεληθότως
λελίημαι
λελογισμένως
λέμβος
λέμμα
λέντιον
λέξις
λεοντέη
λεόντεος
λεοντόβοτος
λεοντόδιφρος
λεοντοκέφαλος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
View word page
λέμβος
λέμβος .λέμβος, ὁ, a boat, Lat. lembus, a shipʼs cock-boat, Dem. a fishing-boat, Theocr.
ShortDef
a boat, life-boat
Debugging
Headword:
λέμβος
Headword (normalized):
λέμβος
Headword (normalized/stripped):
λεμβος
IDX:
19420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19440
Key:
le/mbos
Data
{'content': 'λέμβος\n .λέμβος, ὁ,\n a boat, Lat. lembus, a shipʼs cock-boat, Dem.\n a fishing-boat, Theocr.', 'key': 'le/mbos'}