Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λείων
λεκάνη
λεκάνιον
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκος
λεκτέος
λεκτικός
λεκτός
λέκτρον
λεληθότως
λελίημαι
λελογισμένως
λέμβος
λέμμα
λέντιον
λέξις
λεοντέη
λεόντεος
λεοντόβοτος
λεοντόδιφρος
View word page
λεληθότως
λεληθότως adverb from part. perf. of λανθάνω, imperceptibly, Plat.

ShortDef

imperceptibly

Debugging

Headword:
λεληθότως
Headword (normalized):
λεληθότως
Headword (normalized/stripped):
λεληθοτως
IDX:
19417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19437
Key:
lelhqo/tws

Data

{'content': 'λεληθότως\n adverb from part. perf. of λανθάνω,\n imperceptibly, Plat.', 'key': 'lelhqo/tws'}