Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λειώδης
λείων
λεκάνη
λεκάνιον
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκος
λεκτέος
λεκτικός
λεκτός
λέκτρον
λεληθότως
λελίημαι
λελογισμένως
λέμβος
λέμμα
λέντιον
λέξις
λεοντέη
λεόντεος
λεοντόβοτος
View word page
λέκτρον
λέκτρον λέκτρον, ου, τό, λέγω like λέχος, a couch, bed, Lat. lectus, in sg. and pl., Hom.; λέκτρονδε to bed, Od. pl. the marriage-bed, Pind., Trag.; ἀλλότρια, νόθα, λέκτρα, of illicit connexions, Eur.

ShortDef

a couch, bed

Debugging

Headword:
λέκτρον
Headword (normalized):
λέκτρον
Headword (normalized/stripped):
λεκτρον
IDX:
19416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19436
Key:
le/ktron

Data

{'content': 'λέκτρον\n λέκτρον, ου, τό,\n λέγω\n like λέχος,\n a couch, bed, Lat. lectus, in sg. and pl., Hom.; λέκτρονδε to bed, Od.\n pl. the marriage-bed, Pind., Trag.; ἀλλότρια, νόθα, λέκτρα, of illicit connexions, Eur.', 'key': 'le/ktron'}