Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λείψανον
Λειψύδριον
λειώδης
λείων
λεκάνη
λεκάνιον
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκος
λεκτέος
λεκτικός
λεκτός
λέκτρον
λεληθότως
λελίημαι
λελογισμένως
λέμβος
λέμμα
λέντιον
λέξις
λεοντέη
View word page
λεκτικός
λεκτικός λεκτικός, ή, όν λέγω able to speak, Xen. suited for speaking, Dem.

ShortDef

able to speak

Debugging

Headword:
λεκτικός
Headword (normalized):
λεκτικός
Headword (normalized/stripped):
λεκτικος
IDX:
19414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19434
Key:
lektiko/s

Data

{'content': 'λεκτικός\n λεκτικός, ή, όν\n λέγω\n able to speak, Xen.\n suited for speaking, Dem.', 'key': 'lektiko/s'}