Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λειψανηλόγος
λείψανον
Λειψύδριον
λειώδης
λείων
λεκάνη
λεκάνιον
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκος
λεκτέος
λεκτικός
λεκτός
λέκτρον
λεληθότως
λελίημαι
λελογισμένως
λέμβος
λέμμα
λέντιον
λέξις
View word page
λεκτέος
λεκτέος λεκτέος, α, ον verb. adj. of λέγω to be said or spoken, Plat. λεκτέον, one must speak, Plat.

ShortDef

to be said

Debugging

Headword:
λεκτέος
Headword (normalized):
λεκτέος
Headword (normalized/stripped):
λεκτεος
IDX:
19413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19433
Key:
lekte/os

Data

{'content': 'λεκτέος\n λεκτέος, α, ον\n verb. adj. of λέγω\n to be said or spoken, Plat.\n λεκτέον, one must speak, Plat.', 'key': 'lekte/os'}