Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λειτουργία
λειτουργικός
λειτουργός
λειχήν
Λειχήνωρ
Λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
Λειψύδριον
λειώδης
λείων
λεκάνη
λεκάνιον
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκος
λεκτέος
λεκτικός
λεκτός
λέκτρον
View word page
λειώδης
λειώδης λει-ώδης, ες εἶδος = λεῖος, smooth; as pr. n. in Hom.

ShortDef

Liodes
smooth

Debugging

Headword:
λειώδης
Headword (normalized):
λειώδης
Headword (normalized/stripped):
λειωδης
IDX:
19406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19426
Key:
leiw/dhs

Data

{'content': 'λειώδης\n λει-ώδης, ες\n εἶδος\n = λεῖος,\n smooth; as pr. n. in Hom.', 'key': 'leiw/dhs'}