Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργία
λειτουργικός
λειτουργός
λειχήν
Λειχήνωρ
Λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
Λειψύδριον
λειώδης
λείων
λεκάνη
λεκάνιον
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκος
λεκτέος
λεκτικός
View word page
λείψανον
λείψανον λείψᾰνον, ου, τό, λείπω a piece left, wreck, remnant, relic, Eur. in pl., remains, remnants, Lat. reliquiae, of the dead, Soph., Plat.;—but, ἀγαθῶν ἀνδρῶν λ. are their deeds, good name, Eur.; λείψανα, remnants of youth, Ar.

ShortDef

a piece left, wreck, remnant, relic

Debugging

Headword:
λείψανον
Headword (normalized):
λείψανον
Headword (normalized/stripped):
λειψανον
IDX:
19404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19424
Key:
lei/yanon

Data

{'content': 'λείψανον\n λείψᾰνον, ου, τό,\n λείπω\n a piece left, wreck, remnant, relic, Eur.\n in pl., remains, remnants, Lat. reliquiae, of the dead, Soph., Plat.;—but, ἀγαθῶν ἀνδρῶν λ. are their deeds, good name, Eur.; λείψανα, remnants of youth, Ar.', 'key': 'lei/yanon'}