Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λεϊστός
λειστός2
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργία
λειτουργικός
λειτουργός
λειχήν
Λειχήνωρ
Λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
Λειψύδριον
λειώδης
λείων
λεκάνη
λεκάνιον
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκος
View word page
λείχω
λείχω to lick up, Hdt., Aesch., Ar. irreg. part. perf., γλώσσηισι λελειχμότες playing with their tongues, Hes.

ShortDef

to lick up

Debugging

Headword:
λείχω
Headword (normalized):
λείχω
Headword (normalized/stripped):
λειχω
IDX:
19402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19422
Key:
lei/xw

Data

{'content': 'λείχω\n to lick up, Hdt., Aesch., Ar.\n irreg. part. perf., γλώσσηισι λελειχμότες playing with their tongues, Hes.', 'key': 'lei/xw'}