Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λείπω
λειριόεις
λείριον
λείριος
λεϊστός
λειστός2
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργία
λειτουργικός
λειτουργός
λειχήν
Λειχήνωρ
Λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
Λειψύδριον
λειώδης
λείων
λεκάνη
View word page
λειτουργός
λειτουργός λειτ-ουργός, οῦ, ὁ, *λεῖτος, *ἔργω at Athens, one who performed a λειτουργία (q. v.). a public servant, the Roman lictor, Plut.: metaph., λ. τῆς χρείας ἐμῆς ministering to my need, NTest. in religious sense, a minister, NTest.

ShortDef

one who performed a λειτουργία

Debugging

Headword:
λειτουργός
Headword (normalized):
λειτουργός
Headword (normalized/stripped):
λειτουργος
IDX:
19398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19418
Key:
leitourgo/s

Data

{'content': 'λειτουργός\n λειτ-ουργός, οῦ, ὁ,\n *λεῖτος, *ἔργω\n at Athens, one who performed a λειτουργία (q. v.).\n a public servant, the Roman lictor, Plut.: metaph., λ. τῆς χρείας ἐμῆς ministering to my need, NTest.\n in religious sense, a minister, NTest.', 'key': 'leitourgo/s'}