Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λειπτέος
λείπω
λειριόεις
λείριον
λείριος
λεϊστός
λειστός2
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργία
λειτουργικός
λειτουργός
λειχήν
Λειχήνωρ
Λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
Λειψύδριον
λειώδης
λείων
View word page
λειτουργικός
λειτουργικός λειτουργικός, ή, όν ministering, NTest.

ShortDef

ministering

Debugging

Headword:
λειτουργικός
Headword (normalized):
λειτουργικός
Headword (normalized/stripped):
λειτουργικος
IDX:
19397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19417
Key:
leitourgiko/s

Data

{'content': 'λειτουργικός\n λειτουργικός, ή, όν\n ministering, NTest.', 'key': 'leitourgiko/s'}