Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λεῖος
λειότης
λειπτέος
λείπω
λειριόεις
λείριον
λείριος
λεϊστός
λειστός2
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργία
λειτουργικός
λειτουργός
λειχήν
Λειχήνωρ
Λειχοπίναξ
λείχω
View word page
λεϊστός
λεϊστός λεϊστός, ή, όν = ληϊστός, Il.

ShortDef

to be carried off as booty >ληϊστός

Debugging

Headword:
λεϊστός
Headword (normalized):
λεϊστός
Headword (normalized/stripped):
λειστος
IDX:
19392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19412
Key:
leisto/s1

Data

{'content': 'λεϊστός\n λεϊστός, ή, όν\n = ληϊστός, Il.', 'key': 'leisto/s1'}