Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λεῖος
λειότης
λειπτέος
λείπω
λειριόεις
λείριον
λείριος
λεϊστός
λειστός2
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργία
λειτουργικός
λειτουργός
λειχήν
Λειχήνωρ
View word page
λείριον
λείριον .λείριον, ου, τό, a lily, esp. the white lily, Hhymn.
ShortDef
a lily
Debugging
Headword:
λείριον
Headword (normalized):
λείριον
Headword (normalized/stripped):
λειριον
IDX:
19390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19410
Key:
lei/rion
Data
{'content': 'λείριον\n .λείριον, ου, τό,\n a lily, esp. the white lily, Hhymn.', 'key': 'lei/rion'}