Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λειμωνόθεν
λειμών
λειογένειος
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λεῖος
λειότης
λειπτέος
λείπω
λειριόεις
λείριον
λείριος
λεϊστός
λειστός2
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργία
λειτουργικός
View word page
λειπτέος
λειπτέος λειπτέος, ον verb. adj. of λείπω, one must leave or abandon, Eur., Plat., etc.

ShortDef

one must leave

Debugging

Headword:
λειπτέος
Headword (normalized):
λειπτέος
Headword (normalized/stripped):
λειπτεος
IDX:
19387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19407
Key:
leipte/os

Data

{'content': 'λειπτέος\n λειπτέος, ον\n verb. adj. of λείπω,\n one must leave or abandon, Eur., Plat., etc.', 'key': 'leipte/os'}