Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεηλασία
λεηλατέω
λειαίνω
λεία
λείβω
λεΐζομαι
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμωνιάς
λειμώνιος
λειμωνόθεν
λειμών
λειογένειος
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λεῖος
λειότης
λειπτέος
View word page
λειμωνόθεν
λειμωνόθεν λειμών from a meadow, Il.; also λειμωνόθε, Theocr.
ShortDef
from a meadow
Debugging
Headword:
λειμωνόθεν
Headword (normalized):
λειμωνόθεν
Headword (normalized/stripped):
λειμωνοθεν
IDX:
19377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19397
Key:
leimwno/qen
Data
{'content': 'λειμωνόθεν\n λειμών\n from a meadow, Il.; also λειμωνόθε, Theocr.', 'key': 'leimwno/qen'}