Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λέχομαι
λεηλασία
λεηλατέω
λειαίνω
λεία
λείβω
λεΐζομαι
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμωνιάς
λειμώνιος
λειμωνόθεν
λειμών
λειογένειος
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λεῖος
λειότης
View word page
λειμώνιος
λειμώνιος λειμώνιος, α, ον λειμών of a meadow, Lat. pratensis, Aesch., Theocr.

ShortDef

of a meadow

Debugging

Headword:
λειμώνιος
Headword (normalized):
λειμώνιος
Headword (normalized/stripped):
λειμωνιος
IDX:
19376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19396
Key:
leimw/nios

Data

{'content': 'λειμώνιος\n λειμώνιος, α, ον\n λειμών\n of a meadow, Lat. pratensis, Aesch., Theocr.', 'key': 'leimw/nios'}