Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λέγω
λέχομαι
λεηλασία
λεηλατέω
λειαίνω
λεία
λείβω
λεΐζομαι
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμωνιάς
λειμώνιος
λειμωνόθεν
λειμών
λειογένειος
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λεῖος
View word page
λειμωνιάς
λειμωνιάς λειμωνιάς, άδος, poet. fem. of λειμώνιος, Soph.

ShortDef

of the meadow, meadow-(nymph)

Debugging

Headword:
λειμωνιάς
Headword (normalized):
λειμωνιάς
Headword (normalized/stripped):
λειμωνιας
IDX:
19375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19395
Key:
leimwnia/s

Data

{'content': 'λειμωνιάς\n λειμωνιάς, άδος,\n poet. fem. of λειμώνιος, Soph.', 'key': 'leimwnia/s'}