Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λέβης
λεγεών
λέγω
λέχομαι
λεηλασία
λεηλατέω
λειαίνω
λεία
λείβω
λεΐζομαι
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμωνιάς
λειμώνιος
λειμωνόθεν
λειμών
λειογένειος
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
View word page
λεῖμαξ
λεῖμαξ λεῖμαξ, ακος, = λειμών a meadow, Eur., Anth.
ShortDef
a meadow
Debugging
Headword:
λεῖμαξ
Headword (normalized):
λεῖμαξ
Headword (normalized/stripped):
λειμαξ
IDX:
19373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19393
Key:
lei=mac
Data
{'content': 'λεῖμαξ\n λεῖμαξ, ακος,\n = λειμών\n a meadow, Eur., Anth.', 'key': 'lei=mac'}