Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαώδης
λέαινα
λεαίνω
λεάντειρα
λέβης
λεγεών
λέγω
λέχομαι
λεηλασία
λεηλατέω
λειαίνω
λεία
λείβω
λεΐζομαι
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμωνιάς
λειμώνιος
λειμωνόθεν
λειμών
λειογένειος
View word page
λειαίνω
λειαίνω λειαίνω, Ionic for λεαίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λειαίνω
Headword (normalized):
λειαίνω
Headword (normalized/stripped):
λειαινω
IDX:
19369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19389
Key:
leiai/nw
Data
{'content': 'λειαίνω\n λειαίνω,\n Ionic for λεαίνω.', 'key': 'leiai/nw'}