Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λάω
λάω
λαώδης
λέαινα
λεαίνω
λεάντειρα
λέβης
λεγεών
λέγω
λέχομαι
λεηλασία
λεηλατέω
λειαίνω
λεία
λείβω
λεΐζομαι
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμωνιάς
λειμώνιος
λειμωνόθεν
View word page
λεηλασία
λεηλασία a making of booty, robbery, Xen. from λεηλᾰτέω
ShortDef
a making of booty, robbery
Debugging
Headword:
λεηλασία
Headword (normalized):
λεηλασία
Headword (normalized/stripped):
λεηλασια
IDX:
19367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19387
Key:
lehlasi/a
Data
{'content': 'λεηλασία\n a making of booty, robbery, Xen.\n from λεηλᾰτέω', 'key': 'lehlasi/a'}