Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαχνόγυιος
λαχνόομαι
λάχνος
λαχνώδης
λάχος
λάω
λάω
λαώδης
λέαινα
λεαίνω
λεάντειρα
λέβης
λεγεών
λέγω
λέχομαι
λεηλασία
λεηλατέω
λειαίνω
λεία
λείβω
λεΐζομαι
View word page
λεάντειρα
λεάντειρα fem. adj. smoothing, polishing, Anth.

ShortDef

smoothing, polishing

Debugging

Headword:
λεάντειρα
Headword (normalized):
λεάντειρα
Headword (normalized/stripped):
λεαντειρα
IDX:
19362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19381
Key:
lea/nteira

Data

{'content': 'λεάντειρα\n fem. adj. smoothing, polishing, Anth.', 'key': 'lea/nteira'}