Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λάτρον
λαυκανίη
λαύρα
Λαύρειον
Λαυριωτικός
λαφυγμός
λάφυρα
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφύσσω
λαφύστιος
λαχαίνω
λαχανηλόγος
λαχανισμός
λάχανον
λαχανόπτερος
λαχανοπώλης
λάχεια
Λάχεσις
λαχή
λαχναῖος
View word page
λαφύστιος
λαφύστιος from λᾰφύσσω λᾰφύστιος, α, ον gluttonous, Hdt., Anth.

ShortDef

gluttonous

Debugging

Headword:
λαφύστιος
Headword (normalized):
λαφύστιος
Headword (normalized/stripped):
λαφυστιος
IDX:
19339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19358
Key:
lafu/stios

Data

{'content': 'λαφύστιος\n from λᾰφύσσω\n λᾰφύστιος, α, ον\n gluttonous, Hdt., Anth.', 'key': 'lafu/stios'}